ταχόμετρο(ν)

ταχόμετρο(ν)
το спидометр

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ταχόμετρο(ν)" в других словарях:

  • ταχόμετρο — το, Ν κάθε όργανο με το οποίο μετρείται η ταχύτητα κινούμενου αντικειμένου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tachometer < τάχος (το) «ταχύτητα» + μέτρο*] …   Dictionary of Greek

  • κοντέρ — το όργανο αυτοκίνητου οχήματος που δείχνει την ταχύτητα με την οποία τρέχει το όχημα και τα χιλιόμετρα που διανύει, το ταχόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. compteur «μετρητής»] …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»